περιλύμφη

περιλύμφη
η, Ν
η περίλεμφος, το υγρό στις οστέινες κοιλότητες τού έσω ωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. perilymph (< περι-* + λατ. lympha «νύμφη», πιθ. κατ' επίδραση τού νύμφη*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περίλεμφος — και περιλύμφη, η, Ν ανατ. υγρό που περιέχεται στους εξωκυττάριους χώρους μεταξύ τού οστέινου και υμενώδους λαβυρίνθου τού αφτιού, ο οποίος τήν χωρίζει από την ενδόλεμφο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. perilymph < περι * + lymph (< λατ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”